δημακίδιον: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(6_3)
(9)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δημᾱκίδιον''': [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ [[δῆμος]] (πρβλ. [[δημίδιον]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.
|lstext='''δημᾱκίδιον''': [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ [[δῆμος]] (πρβλ. [[δημίδιον]]), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.
}}
{{grml
|mltxt=[[δημακίδιον]], το (Α)<br />(κωμικ. υποκοριστικό του [[δήμος]]) [[λαουτζίκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη που μαρτυρείται [[άπαξ]]<br />πιθ. από αμάρτ. <i>δήμαξ</i> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]]].
}}
}}

Revision as of 07:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημᾱκίδιον Medium diacritics: δημακίδιον Low diacritics: δημακίδιον Capitals: ΔΗΜΑΚΙΔΙΟΝ
Transliteration A: dēmakídion Transliteration B: dēmakidion Transliteration C: dimakidion Beta Code: dhmaki/dion

English (LSJ)

[κῐ], τό, Com. Dim. of Δήμαξ, 'magnificative' of δῆμος, Ar.Eq.823; cf. δημίδιον.

German (Pape)

[Seite 561] τό, kom. dim. zu δῆμος, Ar. Equ. 820.

Greek (Liddell-Scott)

δημᾱκίδιον: [ῑ], τό, κωμ. ὑποκορ. τοῦ δῆμος (πρβλ. δημίδιον), Ἀριστοφ. Ἱππ. 823.

Greek Monolingual

δημακίδιον, το (Α)
(κωμικ. υποκοριστικό του δήμος) λαουτζίκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη που μαρτυρείται άπαξ
πιθ. από αμάρτ. δήμαξ < δήμος].