δημοδιδάσκαλος: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(big3_11) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, ὁ [[maestro del pueblo]] peyor. [[demagogo]] Synes.<i>Ep</i>.154. | |dgtxt=-ου, ὁ [[maestro del pueblo]] peyor. [[demagogo]] Synes.<i>Ep</i>.154. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (θηλ. [[δημοδιδασκάλισσα]], η) (Α [[δημοδιδάσκαλος]], ο)<br />ο [[δάσκαλος]] της δημοτικής εκπαιδεύσεως, ο [[εκπαιδευτικός]] που διδάσκει στην πρωτοβάθμια [[εκπαίδευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ιεροκήρυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[δημοδιδάσκαλος]] και [[δημοδιδασκάλισσα]] μαρτυρούνται στην <i>Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος</i> ([[αρχή]] εκδ. 1833)]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 563] ὁ, Volkslehrer, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
δημοδιδάσκαλος: ὁ, δημόσιος διδάσκαλος, ἱεροκήρυξ, Ἐκκλ., Συνέσ. 1553Β (Migne).
Spanish (DGE)
-ου, ὁ maestro del pueblo peyor. demagogo Synes.Ep.154.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δημοδιδασκάλισσα, η) (Α δημοδιδάσκαλος, ο)
ο δάσκαλος της δημοτικής εκπαιδεύσεως, ο εκπαιδευτικός που διδάσκει στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση
αρχ.
ο ιεροκήρυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. δημοδιδάσκαλος και δημοδιδασκάλισσα μαρτυρούνται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδ. 1833)].