δημηγόρος: Difference between revisions
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[propio de los oradores públicos o la oratoria pública]] δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular</i> A.<i>Supp</i>.623, τιμαί E.<i>Hec</i>.254, ἦθος <i>AP</i> 2.118, 373 (Christod.).<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[orador público]], [[político]] que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοι X.<i>Mem</i>.2.6.15, cf. <i>HG</i> 6.2.39, 6.3.3, <i>Smp</i>.2.14, λιθωμόται δημηγόροι <i>Com.Adesp</i>.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα <i>Vit.Aesop.G</i> 97, ὁ δ. [[Δημοσθένης]] Lib.<i>Decl</i>.23.88<br /><b class="num">•</b>de Tersites, Luc.<i>Demon</i>.61, cf. <i>ITr</i>.26, Aesop.158, Them.<i>Or</i>.26.321d<br /><b class="num">•</b>frec. c. valor peyor., Pl.<i>Grg</i>.520b, <i>Lg</i>.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.<i>VH</i> 9.19, cf. Ph.2.47<br /><b class="num">•</b>[[predicador]] de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.<i>Hom</i>.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.<i>V.Thecl</i>.2.3. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[propio de los oradores públicos o la oratoria pública]] δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular</i> A.<i>Supp</i>.623, τιμαί E.<i>Hec</i>.254, ἦθος <i>AP</i> 2.118, 373 (Christod.).<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[orador público]], [[político]] que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοι X.<i>Mem</i>.2.6.15, cf. <i>HG</i> 6.2.39, 6.3.3, <i>Smp</i>.2.14, λιθωμόται δημηγόροι <i>Com.Adesp</i>.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα <i>Vit.Aesop.G</i> 97, ὁ δ. [[Δημοσθένης]] Lib.<i>Decl</i>.23.88<br /><b class="num">•</b>de Tersites, Luc.<i>Demon</i>.61, cf. <i>ITr</i>.26, Aesop.158, Them.<i>Or</i>.26.321d<br /><b class="num">•</b>frec. c. valor peyor., Pl.<i>Grg</i>.520b, <i>Lg</i>.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.<i>VH</i> 9.19, cf. Ph.2.47<br /><b class="num">•</b>[[predicador]] de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.<i>Hom</i>.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.<i>V.Thecl</i>.2.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δημηγόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ταιριάζει σε [[δημόσιο]] ρήτορα<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τιμαὶ δημηγόροι» — οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή<br />β) «στροφαὶ δημηγόροι» — σοφιστικά τεχνάσματα<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δημηγόρος]]<br />ο [[δημαγωγός]] [[αγορητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγορά]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἀγορεύω)
A popular orator, mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but δ. ἀγαθοί, opp. ῥήτορες φαῦλοι, X.Mem.2.6.15: as Adj., δημηγόρος, ον,τιμαὶ δ. a speaker's honours, E.Hec.254; στροφαὶ δημηγόροι rhetorical tricks, A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]
German (Pape)
[Seite 562] volksrednerisch, στροφαί, Gewandtheit des Volksredners, Aesch. Suppl. 6231 τιμαί, Eur. Hec. 254. – Subst., der Volksredner, Plat. Legg. X, 908 d u. Folgde; auch mit dem Nebenbegriff »dem Volke schmeichelnd«, nicht die Wahrheit, sondern trügerisch zur Ergötzlichkeit sprcchend, Plat. Gorg. 482 c 494 d; dah. ὅρκος δ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diphil. Stob. dor. 28, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δημηγόρος: ὁ, (ἀγορεύω) δημόσιος ἀγορητής, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. adj. d’orateur, de rhéteur;
II. ὁ δημηγόρος :
1 orateur populaire;
2 en mauv. part orateur qui flatte le peuple, démagogue.
Étymologie: δῆμος, ἀγορεύω.
Spanish (DGE)
-ον
1 propio de los oradores públicos o la oratoria pública δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular A.Supp.623, τιμαί E.Hec.254, ἦθος AP 2.118, 373 (Christod.).
2 subst. ὁ δ. orador público, político que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοι X.Mem.2.6.15, cf. HG 6.2.39, 6.3.3, Smp.2.14, λιθωμόται δημηγόροι Com.Adesp.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα Vit.Aesop.G 97, ὁ δ. Δημοσθένης Lib.Decl.23.88
•de Tersites, Luc.Demon.61, cf. ITr.26, Aesop.158, Them.Or.26.321d
•frec. c. valor peyor., Pl.Grg.520b, Lg.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.VH 9.19, cf. Ph.2.47
•predicador de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.Hom.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.V.Thecl.2.3.
Greek Monolingual
δημηγόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα
2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» — οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή
β) «στροφαὶ δημηγόροι» — σοφιστικά τεχνάσματα
3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος
ο δημαγωγός αγορητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηγορος < αγορά].