διάκλυσμα: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_11) |
(9) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[loción para lavarse la boca]], [[colutorio]] ὀδονταλγίας Dsc.1.43, cf. 96, Apollon. en Gal.12.864, Gal.11.839, 879, Sor.3.10.4, Paul.Aeg.2.46.1<br /><b class="num">•</b>[[líquido para humedecer la boca]], [[refresco]] Cyr.S.<i>V.Sab</i>.58. | |dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[loción para lavarse la boca]], [[colutorio]] ὀδονταλγίας Dsc.1.43, cf. 96, Apollon. en Gal.12.864, Gal.11.839, 879, Sor.3.10.4, Paul.Aeg.2.46.1<br /><b class="num">•</b>[[líquido para humedecer la boca]], [[refresco]] Cyr.S.<i>V.Sab</i>.58. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[διάκλυσμα]]) [[διακλύζω]]<br />[[υγρό]] για το [[πλύσιμο]] του στόματος και τών δοντιών<br /><b>μσν.</b><br />το [[κρασί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[υγρό]] [[παρασκεύασμα]] για την [[πρόληψη]] ή για τη [[θεραπεία]] της οδονταλγίας, του πονόδοντου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A lotion for washing out the mouth, Gal.11.839; ὀδονταλγίας δ. to prevent toothache, Dsc.1.43, cf. 96, Apollonius ap.Gal.12.864, cf. Id.11.879.
Greek (Liddell-Scott)
διάκλυσμα: τό, ὑγρὸν παρεσκευασμένον πρὸς πλύσιν τῶν ὀδόντων, τοῦ στόματος, δ. ὀδονταλγίας, πρὸς πρόληψιν ἢ θεραπείαν ὀδονταλγ., Διοσκ. 1. 53· οὕτω διακλυσμός, ὁ, αὐτόθι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. loción para lavarse la boca, colutorio ὀδονταλγίας Dsc.1.43, cf. 96, Apollon. en Gal.12.864, Gal.11.839, 879, Sor.3.10.4, Paul.Aeg.2.46.1
•líquido para humedecer la boca, refresco Cyr.S.V.Sab.58.
Greek Monolingual
το (Α διάκλυσμα) διακλύζω
υγρό για το πλύσιμο του στόματος και τών δοντιών
μσν.
το κρασί
αρχ.
υγρό παρασκεύασμα για την πρόληψη ή για τη θεραπεία της οδονταλγίας, του πονόδοντου.