διαρρηγνύω: Difference between revisions
From LSJ
(big3_11) |
(9) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[desgarrar]], [[romper]] τὰ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς Opp.<i>H.Par</i>.23.29. | |dgtxt=[[desgarrar]], [[romper]] τὰ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς Opp.<i>H.Par</i>.23.29. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(AM [[διαρρηγνύω]] και [[διαρρήγνυμι]])<br /><b>1.</b> [[παραβιάζω]], [[ανοίγω]] δια της βίας, [[κάνω]] [[διάρρηξη]]<br /><b>2.</b> [[σπάζω]], [[θρυμματίζω]], [[θραύω]] σε όλη την [[έκταση]] του<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «διέρρηξε τα ιμάτιά του» — διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του<br /><b>4.</b> [[διακόπτω]] (αρραβώνα, σχέσεις <b>κ.λπ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 29 September 2017
Spanish (DGE)
desgarrar, romper τὰ δίκτυα ταῖς τῶν ὀνύχων ἀκμαῖς Opp.H.Par.23.29.
Greek Monolingual
(AM διαρρηγνύω και διαρρήγνυμι)
1. παραβιάζω, ανοίγω δια της βίας, κάνω διάρρηξη
2. σπάζω, θρυμματίζω, θραύω σε όλη την έκταση του
3. φρ. «διέρρηξε τα ιμάτιά του» — διαμαρτυρήθηκε έντονα διακηρύσσοντας την αθωότητά του
4. διακόπτω (αρραβώνα, σχέσεις κ.λπ.).