διασήθω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(big3_11)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[cribar]], [[tamizar]] (ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτότατα Hp.<i>Int</i>.1, ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσας <i>Hippiatr</i>.103.9, cf. Hp.<i>VM</i> 3, <i>Mul</i>.2.112, Diocl.<i>Fr</i>.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9, τὸ δ' ἐγκαθήμενον Dsc.5.75.10, τὴν χρυσῖτιν γῆν Poll.7.97, en v. pas. τὰ ἄλευρα Poll.6.74, cf. Aret.<i>CA</i> 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.
|dgtxt=[[cribar]], [[tamizar]] (ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτότατα Hp.<i>Int</i>.1, ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσας <i>Hippiatr</i>.103.9, cf. Hp.<i>VM</i> 3, <i>Mul</i>.2.112, Diocl.<i>Fr</i>.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9, τὸ δ' ἐγκαθήμενον Dsc.5.75.10, τὴν χρυσῖτιν γῆν Poll.7.97, en v. pas. τὰ ἄλευρα Poll.6.74, cf. Aret.<i>CA</i> 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.
}}
{{grml
|mltxt=[[διασήθω]] (Α)<br />[[κοσκινίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασήθω Medium diacritics: διασήθω Low diacritics: διασήθω Capitals: ΔΙΑΣΗΘΩ
Transliteration A: diasḗthō Transliteration B: diasēthō Transliteration C: diasitho Beta Code: diash/qw

English (LSJ)

aor. -έσησα,

   A sift, Hp.VM3, Dsc.5.75; prob. for διασείσας, Diocl. ap. Orib.8.41.3:—Pass., Aret.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 601] durchsieben, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

διασήθω: κοσκινίζωδιυλίζω, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Διοσκ. 5, 26.

French (Bailly abrégé)

passer au crible ou au filtre, vanner, tamiser, sasser.
Étymologie: διά, σήθω.

Spanish (DGE)

cribar, tamizar (ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτότατα Hp.Int.1, ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσας Hippiatr.103.9, cf. Hp.VM 3, Mul.2.112, Diocl.Fr.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9, τὸ δ' ἐγκαθήμενον Dsc.5.75.10, τὴν χρυσῖτιν γῆν Poll.7.97, en v. pas. τὰ ἄλευρα Poll.6.74, cf. Aret.CA 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.

Greek Monolingual

διασήθω (Α)
κοσκινίζω.