διασήθω
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
aor. -έσησα, sift, Hp.VM3, Dsc.5.75; prob. for διασείσας, Diocl. ap. Orib.8.41.3:—Pass., Aret.CA2.3.
Spanish (DGE)
cribar, tamizar (ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτότατα Hp.Int.1, ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσας Hippiatr.103.9, cf. Hp.VM 3, Mul.2.112, Diocl.Fr.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9, τὸ δ' ἐγκαθήμενον Dsc.5.75.10, τὴν χρυσῖτιν γῆν Poll.7.97, en v. pas. τὰ ἄλευρα Poll.6.74, cf. Aret.CA 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.
German (Pape)
[Seite 601] durchsieben, Diosc.
French (Bailly abrégé)
passer au crible ou au filtre, vanner, tamiser, sasser.
Étymologie: διά, σήθω.
Greek (Liddell-Scott)
διασήθω: κοσκινίζω ἢ διυλίζω, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Διοσκ. 5, 26.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σήθω ziften, zeven.