διαφρίσσω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(big3_11) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[erizar]], [[encrespar]], [[rizar]] τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος Poll.1.107.<br /><b class="num">2</b> en perf. [[estar asustado por]] τοὺς ... νόμους διαπεφρικότες Cyr.Al.<i>Mt</i>.182.17. | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br /><b class="num">1</b> [[erizar]], [[encrespar]], [[rizar]] τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος Poll.1.107.<br /><b class="num">2</b> en perf. [[estar asustado por]] τοὺς ... νόμους διαπεφρικότες Cyr.Al.<i>Mt</i>.182.17. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διαφρίσσω]] και -ττω (Α)<br />[[ανατριχιάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
strengthd. for φρίσσω, Poll.1.107.
German (Pape)
[Seite 612] durchschauern, Poll. 1, 107.
Greek (Liddell-Scott)
διαφρίσσω: ἐπιτεταμ. φρίσσω, Πολυδ. Α’, 107.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
1 erizar, encrespar, rizar τὴν ἐπιπολὴν τοῦ κύματος διέφριττε τὸ πέλαγος Poll.1.107.
2 en perf. estar asustado por τοὺς ... νόμους διαπεφρικότες Cyr.Al.Mt.182.17.
Greek Monolingual
διαφρίσσω και -ττω (Α)
ανατριχιάζω.