διπάλαιστος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(big3_12)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δῐπάλαιστος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -πάλαστος X.<i>Cyn</i>.2.4, <i>ID</i> 1442A.47 (II a.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que mide dos palmos de largo o de ancho]] ἄρκυς X.l.c., [[βέλος]] Plb.27.11.2, δάδια <i>ID</i> l.c., φιάλη <i>ID</i> 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura</i> D.S.18.26.<br /><b class="num">2</b> neutr. plu. subst. [[dos palmos]], [[medida de dos palmos]] ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.<i>HP</i> 4.11.6, Nic.<i>Fr</i>.74.10.
|dgtxt=(δῐπάλαιστος) -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -πάλαστος X.<i>Cyn</i>.2.4, <i>ID</i> 1442A.47 (II a.C.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[que mide dos palmos de largo o de ancho]] ἄρκυς X.l.c., [[βέλος]] Plb.27.11.2, δάδια <i>ID</i> l.c., φιάλη <i>ID</i> 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura</i> D.S.18.26.<br /><b class="num">2</b> neutr. plu. subst. [[dos palmos]], [[medida de dos palmos]] ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.<i>HP</i> 4.11.6, Nic.<i>Fr</i>.74.10.
}}
{{grml
|mltxt=[[διπάλαιστος]], -ον και διπαλαιστιαῑος, -α, -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[πλάτος]] δύο παλαιστών, παλαμών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παλαιστή]], αιολ. τ. του [[παλαστή]] «[[παλάμη]]»].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐπάλαιστος Medium diacritics: διπάλαιστος Low diacritics: διπάλαιστος Capitals: ΔΙΠΑΛΑΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dipálaistos Transliteration B: dipalaistos Transliteration C: dipalaistos Beta Code: dipa/laistos

English (LSJ)

[πᾰ], ον,

   A two palms broad or long, X.Cyn.2.4, Plb. 27.11.2:—also δῐπᾰλαιστιαῖος, α, ον, Heliod. ap. Orib.49.8.6, Gp. 9.10.2.

Greek (Liddell-Scott)

διπάλαιστος: -ον, δύο παλαμῶν πλάτος ἔχων, Ξεν. Κυν. 2, 4, Πολύβ. 27. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long ou large de deux palmes.
Étymologie: δίς, παλαιστή.

Spanish (DGE)

(δῐπάλαιστος) -ον

• Alolema(s): -πάλαστος X.Cyn.2.4, ID 1442A.47 (II a.C.)

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que mide dos palmos de largo o de ancho ἄρκυς X.l.c., βέλος Plb.27.11.2, δάδια ID l.c., φιάλη ID 1417B.2.17 (II a.C.), καυλία Dsc.3.142, μυρσίνης κλωνία Apollon. en Gal.12.859, κρίκοι ... διπάλαιστοι anillos de dos palmos de abertura D.S.18.26.
2 neutr. plu. subst. dos palmos, medida de dos palmos ἐπιθήματα (λόγχων) ... βραχὺ λείποντα διπαλαίστων D.S.5.30, cf. Thphr.HP 4.11.6, Nic.Fr.74.10.

Greek Monolingual

διπάλαιστος, -ον και διπαλαιστιαῑος, -α, -ον (Α)
αυτός που έχει πλάτος δύο παλαιστών, παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + παλαιστή, αιολ. τ. του παλαστή «παλάμη»].