δίσημος: Difference between revisions
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>métr. [[de dos tiempos]] πούς Aristox.<i>Rhyth</i>.20, Aristid.Quint.33.15<br /><b class="num">•</b>pero en mús. [[de cuatro tiempos]], Elias <i>in Cat</i>.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo</i> Aristox.<i>Fr.Neap</i>.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, <i>Gramm.Pap</i>. en <i>JHS</i> 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.<br /><b class="num">2</b> gram. [[con dos sentidos]], [[de significado doble]] ἡ λέξις Sch.<i>Od</i>.9.106.<br /><b class="num">II</b> [[con ribete doble]] de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον <i>PTeb</i>.406.17 (III d.C.), cf. <i>PRoss.Georg</i>.2.25.12 (II d.C.), <i>POxy</i>.1051.5 (III d.C.), πλόκος <i>PMich</i>.238.77 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.115. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>métr. [[de dos tiempos]] πούς Aristox.<i>Rhyth</i>.20, Aristid.Quint.33.15<br /><b class="num">•</b>pero en mús. [[de cuatro tiempos]], Elias <i>in Cat</i>.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo</i> Aristox.<i>Fr.Neap</i>.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, <i>Gramm.Pap</i>. en <i>JHS</i> 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.<br /><b class="num">2</b> gram. [[con dos sentidos]], [[de significado doble]] ἡ λέξις Sch.<i>Od</i>.9.106.<br /><b class="num">II</b> [[con ribete doble]] de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον <i>PTeb</i>.406.17 (III d.C.), cf. <i>PRoss.Georg</i>.2.25.12 (II d.C.), <i>POxy</i>.1051.5 (III d.C.), πλόκος <i>PMich</i>.238.77 (I d.C.) en <i>BL</i> 3.115. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος<br /><b>2.</b> [[δίχρονος]], αυτός που επιδέχεται δύο [[σημεία]], το μακρό [—] ή το βραχύ [[υ]]<br /><b>3.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσημος]] [[πους]]» — ρυθμική [[μονάδα]] της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίσημο</i><br />[[ναυτικό]] [[σήμα]] με δύο σημαίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A of two times, πούς Aristid.Quint.1.14 (but in Music, of four times, acc. to Elias in Cat.189.9). II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H. III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14. IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 642] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δίσημος: -ον, ἀμφιβόλου ποσότητος, ποτὲ μὲν μακρός, ποτὲ δὲ βραχύς, δίχρονος, Λατ. anceps, Α. Β. 801.
Spanish (DGE)
-ον
I 1métr. de dos tiempos πούς Aristox.Rhyth.20, Aristid.Quint.33.15
•pero en mús. de cuatro tiempos, Elias in Cat.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo Aristox.Fr.Neap.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.
2 gram. con dos sentidos, de significado doble ἡ λέξις Sch.Od.9.106.
II con ribete doble de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον PTeb.406.17 (III d.C.), cf. PRoss.Georg.2.25.12 (II d.C.), POxy.1051.5 (III d.C.), πλόκος PMich.238.77 (I d.C.) en BL 3.115.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίσημος, -ον)
1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος
2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [—] ή το βραχύ υ
3. μσν.-νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» — ρυθμική μονάδα της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά σημεία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίσημο
ναυτικό σήμα με δύο σημαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -σημος < σήμα].