δύσδαμαρ: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(Bailly1_2) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αρτος;<br /><i>adj. m.</i><br />malheureux par sa femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δάμαρ]]. | |btext=αρτος;<br /><i>adj. m.</i><br />malheureux par sa femme.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[δάμαρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δύσδαμαρ]](-ρτος), ο (Α)<br />αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
αρτος, ὁ, ἡ,
A ill-wedded, A.Ag.1319.
German (Pape)
[Seite 677] αρτος, ἡ, durch die Gattin unglücklich, Aesch. Ag. 1292.
Greek (Liddell-Scott)
δύσδᾰμαρ: αρτος, ὁ, ἡ, ἀτυχὴς ἐκ τῆς γυναικός του, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1319.
French (Bailly abrégé)
αρτος;
adj. m.
malheureux par sa femme.
Étymologie: δυσ-, δάμαρ.
Greek Monolingual
δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)
αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.