δυσμορφία: Difference between revisions

From LSJ

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hdt.6.61<br />[[deformidad]], [[fealdad]] ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.<i>HP</i> 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.<i>Prou</i>. en Eus.<i>PE</i> 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.<i>BC</i> 1.20, Basil.M.30.331B.
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> -ίη Hdt.6.61<br />[[deformidad]], [[fealdad]] ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.<i>HP</i> 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.<i>Prou</i>. en Eus.<i>PE</i> 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.<i>BC</i> 1.20, Basil.M.30.331B.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[δυσμορφία]])<br />ασχήμια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κάθε]] [[παρέκκλιση]] του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική [[μορφή]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμορφία Medium diacritics: δυσμορφία Low diacritics: δυσμορφία Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΙΑ
Transliteration A: dysmorphía Transliteration B: dysmorphia Transliteration C: dysmorfia Beta Code: dusmorfi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A misshapenness, ugliness, Hdt.6.61, Phld. Mort.29, etc.

German (Pape)

[Seite 684] ἡ, Häßlichkeit, Her. 6, 61 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμορφία: ἡ, κακομορφία, ἀσχημία, Ἡρόδ. 6. 61, κτλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): -ίη Hdt.6.61
deformidad, fealdad ἐλίσσετο τὴν θεὸν ἀπαλλάξαι τῆς δυσμορφίης τὸ παιδίον Hdt.l.c., op. εὐμορφία Thphr.HP 1.4.1, cf. Democr.B 1a, Aesop.103.1, Ach.Tat.6.7.1, Ph.Prou. en Eus.PE 8.14.31, Crito en Gal.12.401, App.BC 1.20, Basil.M.30.331B.

Greek Monolingual

η (AM δυσμορφία)
ασχήμια
νεοελλ.
κάθε παρέκκλιση του ανθρώπινου σώματος ή οργάνου του από τη φυσιολογική μορφή.