δυσυπομόνητος: Difference between revisions

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
(big3_12)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[insoportable]] ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes <i>Hom</i>.18.6 <i>in Ier</i>.(p.160), cf. <i>Comm.in Mt</i>.13.22, glos. a [[δύσφορος]] Sch.Pi.<i>N</i>.1.85b, glos. a [[δύσοιστος]] Sch.A.<i>Pr</i>.690D.
|dgtxt=-ον<br />[[insoportable]] ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes <i>Hom</i>.18.6 <i>in Ier</i>.(p.160), cf. <i>Comm.in Mt</i>.13.22, glos. a [[δύσφορος]] Sch.Pi.<i>N</i>.1.85b, glos. a [[δύσοιστος]] Sch.A.<i>Pr</i>.690D.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσυπομόνητος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δύσκολο να τον υπομείνει [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσυπομόνητος Medium diacritics: δυσυπομόνητος Low diacritics: δυσυπομόνητος Capitals: ΔΥΣΥΠΟΜΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: dysypomónētos Transliteration B: dysypomonētos Transliteration C: dysypomonitos Beta Code: dusupomo/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to abide, Ph.2.287,432, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 689] schwer auszuhalten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

δυσυπομόνητος: -ον, δυσκόλως ὑπομενόμενος, ἐπιτάγματα, ἀλγηδόνες Φίλων 2. 287, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
insoportable ἐπὶ δούλοις ... δυσυπομόνητα ἐπιτάγματα Ph.2.287, ἀλγηδόνες Ph.2.432, Sor.2.6.21, ὀδύνη Gal.8.153, Paul.Aeg.3.78.7, πόνοι Origenes Hom.18.6 in Ier.(p.160), cf. Comm.in Mt.13.22, glos. a δύσφορος Sch.Pi.N.1.85b, glos. a δύσοιστος Sch.A.Pr.690D.

Greek Monolingual

δυσυπομόνητος, -ον (Α)
αυτός που είναι δύσκολο να τον υπομείνει κανείς.