δυσλόγιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insensato]] χείρ S.<i>Ai</i>.40.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de razonar]], [[para lo que no hay explicación lógica]], de donde tb. [[incomprensible]] τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. [[ἁπλοῦς]] D.C.73.15.1.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insensato]] χείρ S.<i>Ai</i>.40.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de razonar]], [[para lo que no hay explicación lógica]], de donde tb. [[incomprensible]] τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. [[ἁπλοῦς]] D.C.73.15.1.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσλόγιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται<br /><b>2.</b> [[δυσνόητος]]<br /><b>3.</b> <b>ενεργ.</b> [[κακός]] στους υπολογισμούς του.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσλόγιστος Medium diacritics: δυσλόγιστος Low diacritics: δυσλόγιστος Capitals: ΔΥΣΛΟΓΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyslógistos Transliteration B: dyslogistos Transliteration C: dyslogistos Beta Code: duslo/gistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to compute, Anaximen. ap. Stob.2.8.17, Plu.2.981e, Gal.18(2).631, D.C.73.15.    II Act., ill-calculating, misguided, χείρ S.Aj.40.

German (Pape)

[Seite 683] eigtl. schwer zu berechnen, unbegreiflich, Soph. Ai. 40 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσλόγιστος: -ον, δυσκολολογάριαστος, Ἀναξίμ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 2. σ. 236, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., κακῶς ὑπολογίζων, ἀλόγιστος, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui calcule ou qui raisonne mal, déraisonnable;
2 difficile à calculer.
Étymologie: δυσ-, λογίζομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 insensato χείρ S.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμεν Anaximen.31, διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησιν Chrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e, βιβλία Ἱπποκράτους Gal.18(2).631, op. ἁπλοῦς D.C.73.15.1.

Greek Monolingual

δυσλόγιστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα υπολογίζεται ή εξακριβώνεται
2. δυσνόητος
3. ενεργ. κακός στους υπολογισμούς του.