δυσκατάπαυστος: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δυσκᾰτάπαυστος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de calmar]], [[ἄλγος]] A.<i>Ch</i>.470 (cód.), [[βοή]] LXX 3<i>Ma</i>.5.7, πάθος Sch.Hes.<i>Th</i>.98<br /><b class="num">•</b>[[difícil de refrenar o aplacar]] de pers. y abstr. ψυχή E.<i>Med</i>.109, θυμός Orib.<i>Syn</i>.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. <i>Alex</i>.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.<i>Syn</i>.5.49.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse</i> del mar, Thphr.<i>Vent</i>.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con difícil aplacamiento]] δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.<i>Il</i>.1.108-109.
|dgtxt=(δυσκᾰτάπαυστος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-τᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[difícil de calmar]], [[ἄλγος]] A.<i>Ch</i>.470 (cód.), [[βοή]] LXX 3<i>Ma</i>.5.7, πάθος Sch.Hes.<i>Th</i>.98<br /><b class="num">•</b>[[difícil de refrenar o aplacar]] de pers. y abstr. ψυχή E.<i>Med</i>.109, θυμός Orib.<i>Syn</i>.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. <i>Alex</i>.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.<i>Syn</i>.5.49.9<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse</i> del mar, Thphr.<i>Vent</i>.35.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con difícil aplacamiento]] δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.<i>Il</i>.1.108-109.
}}
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάπαυστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται<br /><b>2.</b> [[ανήσυχος]] («[[δυσκατάπαυστος]] [[ψυχή]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ δυσκατάπαυστον</i><br />η [[ιδιότητα]] του δυσκατάπαυστου.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάπαυστος Medium diacritics: δυσκατάπαυστος Low diacritics: δυσκατάπαυστος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΠΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskatápaustos Transliteration B: dyskatapaustos Transliteration C: dyskatapafstos Beta Code: duskata/paustos

English (LSJ)

ον,

   A hard to check, ἄλγος A.Ch.470 (lyr.); βοή LXX 3 Ma.5.7; of persons, Plu.Alex.31; restless, ψυχή E.Med.109 (anap.); τὸ -ότερον Thphr. Vent.35.

German (Pape)

[Seite 682] schwer zu stillen; ἄλγος Aesch. Ch. 470; schwer zu beruhigen, ψυχή Eur. Med. 109; vgl. Plut. Alex. 31.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάπαυστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀναχαιτίσῃ τις, ἄλγος Αἰσχύλ. Χο. 470· ἀνήσυχος, ψυχὴ Εὐρ. Μηδ. 109· -τὸ δυσκ. Θεόφρ. π. Ἀνέμ. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à calmer ; agité.
Étymologie: δυσ-, καταπαύω.

Spanish (DGE)

(δυσκᾰτάπαυστος) -ον

• Prosodia: [-τᾰ-]
1 difícil de calmar, ἄλγος A.Ch.470 (cód.), βοή LXX 3Ma.5.7, πάθος Sch.Hes.Th.98
difícil de refrenar o aplacar de pers. y abstr. ψυχή E.Med.109, θυμός Orib.Syn.5.49.5, πρᾶγμα D.25.49, στάσις Plu.2.246c, cf. Alex.31, Adam.1.7, ὀξύθυμοι καὶ δυσκατάπαυστοι de temperamentos, Orib.Syn.5.49.9
neutr. subst. τὸ δυσκαταπαυστότερον la gran dificultad para calmarse del mar, Thphr.Vent.35.
2 adv. -ως con difícil aplacamiento δ. ἔχουσι πρὸς τὰς κατηγορίας οἱ ὀργιζόμενοι Sch.Er.Il.1.108-109.

Greek Monolingual

δυσκατάπαυστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται
2. ανήσυχοςδυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον
η ιδιότητα του δυσκατάπαυστου.