δυσαυξής: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_12) |
(9) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br />[[que crece poco o lentamente]] κέρατα Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>25, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 1.8.4, 4.12.10, <i>HP</i> 3.6.1, I.<i>AI</i> 3.9. | |dgtxt=-ές<br />[[que crece poco o lentamente]] κέρατα Arist.<i>Aud</i>.802<sup>a</sup>25, de plantas, Thphr.<i>CP</i> 1.8.4, 4.12.10, <i>HP</i> 3.6.1, I.<i>AI</i> 3.9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσαυξής]], -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)<br />αυτός που δύσκολα αυξάνεται. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A hardly or slowly growing, Arist.Aud.802a25, Thphr.CP1.8.4, J.AJ3.1.3:— also δῠσ-αύξητος, ον, Thphr.CP1.8.2.
German (Pape)
[Seite 676] ές, schwer wachsend, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαυξής: -ές, ὁ δυσκόλως ἢ βραδέως αὐξανόμενος, Ἀριστ. Ἀκουσ. 33· δάση καὶ πεύκη καὶ ἐλαία δυσαυξῆ Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 1. 8, 4· οὕτω δυσαύξητος, ον, αὐτόθι 1. 8, 2.
Spanish (DGE)
-ές
que crece poco o lentamente κέρατα Arist.Aud.802a25, de plantas, Thphr.CP 1.8.4, 4.12.10, HP 3.6.1, I.AI 3.9.
Greek Monolingual
δυσαυξής, -ές και δυσαύξητος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα αυξάνεται.