ἐγκυλίνδω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(Bailly1_2)
(10)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=rouler dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κυλίνδω]].
|btext=rouler dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κυλίνδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐγκυλίνδω]] και [[ἐγκυλίω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[περιτυλίσσω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> κυλιέμαι [[μέσα]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> παρασύρομαι, περιπλέκομαι.
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠλίνδω Medium diacritics: ἐγκυλίνδω Low diacritics: εγκυλίνδω Capitals: ΕΓΚΥΛΙΝΔΩ
Transliteration A: enkylíndō Transliteration B: enkylindō Transliteration C: egkylindo Beta Code: e)gkuli/ndw

English (LSJ)

(ἐγκυλῑω Hp.Mul.1.75, Arist.Pr.914a22, Vett.Val.118.15, etc.), fut. -κυλίσω [ῑ]:—

   A roll or wrap up in, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Pherecr.146.2; τι ἐς ἔριον Hp.l.c.    II metaph. in Pass., to be involved in, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθείς X.Mem.1.2.22, cf. Vett. Val. l.c.; εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις D.H.11.36; ἐν κακοῖς Porph.Chr. 26; πράγμασι Cat.Cod.Astr.7.208:—in aor. Med., ἐγκυλίσασθαι Luc. Hipp.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠλίνδω: μέλλ. -κυλίσω ῑ: ― περιτυλίσσω, ἐντυλίσσω, περιβάλλω, πολλοῖς ἐμαυτὸν ἐγκυλῖσαι πράγμασιν Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 7· Παθ. ἐγκυλίομαι Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 31. ΙΙ. μεταφ. ἐν τῷ παθ., περιπλέκομαι εἴς τι, εἰς ἔρωτας ἐγκυλισθεὶς Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 22· εἰς τὰς πολιτικὰς πράξεις Διον. Ἁλ. 11. 36: οὕτω καὶ κατὰ μεσ. ἀόρ., ἐγκυλίσασθαι Λουκ. Ἱππ. ἢ Βαλαν. 6.

French (Bailly abrégé)

rouler dans.
Étymologie: ἐν, κυλίνδω.

Greek Monolingual

ἐγκυλίνδω και ἐγκυλίω (Α)
1. περιτυλίσσω
2. μέσ. κυλιέμαι μέσα σε κάτι
3. παθ. παρασύρομαι, περιπλέκομαι.