ἑκατόγγυιος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
(big3_13)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἑκᾰτόγγυιος) -ον<br />[[de cien miembros o cuerpos]] κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ' Pi.<i>Fr</i>.122.18.
|dgtxt=(ἑκᾰτόγγυιος) -ον<br />[[de cien miembros o cuerpos]] κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ' Pi.<i>Fr</i>.122.18.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑκατόγγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που αποτελείται από [[εκατό]] [[μέλη]] ή σώματα.
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτόγγυιος Medium diacritics: ἑκατόγγυιος Low diacritics: εκατόγγυιος Capitals: ΕΚΑΤΟΓΓΥΙΟΣ
Transliteration A: hekatóngyios Transliteration B: hekatonguios Transliteration C: ekatoggyios Beta Code: e(kato/gguios

English (LSJ)

ον,

   A with a hundred limbs or bodies, κορᾶν ἀγέλα ἑκατόγγυιος a band of 100 maidens, Pi.Fr.122.15.

German (Pape)

[Seite 752] aus hundert Leibern bestehend, Pind. frg. bei Ath. XIII, 573 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτόγγυιος: -ον, ὁ ἐξ ἑκατὸν μελῶν ἢ σωμάτων συνιστάμενος, κορᾶν ἑκατόγγυιος ἀγέλα, ὁμὰς ἑκατὸν κορασίων, Πινδ. Ἀποσπ. 87. 12.

English (Slater)

ἑκᾰτόγγυιος, -ον
   1 hundred-bodied i. e. hundred in number (but v. van Groningen, Pindare au Banquet, 41.) φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ fr. 122. 19.

Spanish (DGE)

(ἑκᾰτόγγυιος) -ον
de cien miembros o cuerpos κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον ... ἐπάγαγ' Pi.Fr.122.18.

Greek Monolingual

ἑκατόγγυιος, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα.