εἰσαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(6_5)
(10)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰσᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― [[ἀναγκάζω]] τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ [[ἐναντίον]] τοῦ πεζικοῦ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς [[νέας]], διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς [[ναῦς]], ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς [[ναῦς]] ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26
|lstext='''εἰσᾰράσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― [[ἀναγκάζω]] τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ [[ἐναντίον]] τοῦ πεζικοῦ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς [[νέας]], διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς [[ναῦς]], ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς [[ναῦς]] ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26
}}
{{grml
|mltxt=[[εἰσαράσσω]] (Α)<br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς [[νέας]]»).
}}
}}

Revision as of 07:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰράσσω Medium diacritics: εἰσαράσσω Low diacritics: εισαράσσω Capitals: ΕΙΣΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: eisarássō Transliteration B: eisarassō Transliteration C: eisarasso Beta Code: ei)sara/ssw

English (LSJ)

Att. εἰσαράττω,

   A dash or force into, τὴν ἵππον ἐς. drive the enemy's horse in upon his foot, Hdt.4.128, cf. D.C.51.26 ; σφέας ἐς τὰς νέας Id.5.116.

German (Pape)

[Seite 740] hinein-, daraufwerfen; τὴν ἵππον, die Reiterei, nämlich auf das Fußvolk zurück, Her. 4, 128; σφέας εἰς τὰς νέας 5, 116; Sp., wie D. Cass. 42, 40. 51, 26.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰράσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: ― ἀναγκάζω τι νὰ συγκρουσθῇ, οἱ δὲ Σκύθαι ἐσαράξαντες τὴν ἵππον, τρέψαντες τὸ ἱππικὸν τοῦ ἐχθροῦ ἐναντίον τοῦ πεζικοῦ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 4. 128· ἐσαράξαντες σφέας ἐς τὰς νέας, διώξαντες αὐτοὺς εἰς τὰς ναῦς, ὁ αὐτ. 5. 116· τοὺς λοιποὺς ἐς τὰς ναῦς ἐσήραξαν Δίων Κάσ. 42. 40· τὴν ἵππον ἐς τοὺς πεζοὺς ἐσήραξε ὁ αὐτ. 51. 26

Greek Monolingual

εἰσαράσσω (Α)
ρίχνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο ώστε να συγκρουστούν («εἰσαράσσειν σφέας εἰς τὰς νέας»).