ἐκδέκτωρ: Difference between revisions
κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώς → people are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ορος, ὁ [[sucesor]] τῆς βασιλείας Nic.Dam.60. | |dgtxt=-ορος, ὁ [[sucesor]] τῆς βασιλείας Nic.Dam.60. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκδέκτωρ]] ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δέχεται [[κάτι]] από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα [[έργο]]<br /><b>2.</b> [[διάδοχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A one who takes from another, πόνων one who relieves another's toil, A.Fr.194. 2 successor, τῆς βασιλείας Nic.Dam. p.45 D.
German (Pape)
[Seite 756] ορος, ὁ, Abnehmer, πόνων, wer einem Andern eine Arbeit abnimmt, Aesch. frg. 180, wo ἀντίδουλα καὶ πόνων ἐκδέκτορα verbunden ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδέκτωρ: -ορος, ὁ, ὁ δεχόμενος παρ’ ἄλλου, ἐκδ. πόνων (ὡς τὸ διάδοχος), ὁ διαδεχόμενος ἕτερον εἴς τι ἔργον, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 194) παρὰ Πλουτ. 98C, Πορφ. π. Ἀποχῆς Ἐμψύχ. 3. 18· ἀλλ’ ὁ Πλούτ. 2. 964F ἔχει ἀνδέκτωρ.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ sucesor τῆς βασιλείας Nic.Dam.60.
Greek Monolingual
ἐκδέκτωρ ο (Α)
1. αυτός που δέχεται κάτι από άλλον, διαδέχεται άλλον σ' ένα έργο
2. διάδοχος.