ἐκδικητικός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(big3_13) |
(10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vengativo]] δυνάμεις de las Erinis, Tz.<i>ad Lyc</i>.406. | |dgtxt=-ή, -όν<br />[[vengativo]] δυνάμεις de las Erinis, Tz.<i>ad Lyc</i>.406. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐκδικητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[εκδίκηση]], που θέλει [[οπωσδήποτε]] να εκδικηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκδίκηση]] ή στον εκδικητή. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A revengeful, Tz.ad Lyc.406.
German (Pape)
[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.