ἔκτριμμα: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
(big3_14b)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[erosión]], [[llaga]] ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación</i> en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.<i>Fract</i>.29, περὶ ὀσφῦν Hp.<i>Epid</i>.7.7<br /><b class="num">•</b>[[rozadura]] c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.<br /><b class="num">2</b> [[toalla]] ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> medic. [[erosión]], [[llaga]] ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación</i> en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.<i>Fract</i>.29, περὶ ὀσφῦν Hp.<i>Epid</i>.7.7<br /><b class="num">•</b>[[rozadura]] c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.<br /><b class="num">2</b> [[toalla]] ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔκτριμμα]])<br /><b>1.</b> ό,τι αποβάλλεται με το [[τρίψιμο]]<br /><b>2.</b> [[έλκος]], [[πληγή]] που δημιουργείται από [[τρίψιμο]]<br /><b>αρχ.</b><br />ύφασμα για [[τρίψιμο]], [[πετσέτα]], [[χειρόμακτρον]].
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκτριμμα Medium diacritics: ἔκτριμμα Low diacritics: έκτριμμα Capitals: ΕΚΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: éktrimma Transliteration B: ektrimma Transliteration C: ektrimma Beta Code: e)/ktrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sore caused by rubbing, excoriation, Hp.Fract.29 (pl.); ἐκτρίμματα ὑποδημάτων Dsc.2.151.    II rubber, towel, Philox.2.41.

German (Pape)

[Seite 783] τό, das Aufgeriebene, Verwundung durch Reiben, Hippocr. – Philox. bei Ath. IX, 409 e ein Tuch zum Abreiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκτριμμα: τό, ἕλκωσις ὑπὸ τὸ δέρμα, προερχομένη ἐκ τριβῆς, Ἱππ. π. Ἀγμ. 770. ΙΙ. χειρόμακτρον, Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 409Ε.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 medic. erosión, llaga ἐκτρίμματα δυσάκεστα llagas de difícil curación en enfermos que yacen tendidos largo tiempo, Hp.Fract.29, περὶ ὀσφῦν Hp.Epid.7.7
rozadura c. gen. subjet. πρὸς ἐκτρίμματα ὑποδημάτων χρήσιμος Dsc.2.151.2.
2 toalla ἐκτρίμματα ... λαμπρά Philox.Leuc.(b) 43.

Greek Monolingual

το (AM ἔκτριμμα)
1. ό,τι αποβάλλεται με το τρίψιμο
2. έλκος, πληγή που δημιουργείται από τρίψιμο
αρχ.
ύφασμα για τρίψιμο, πετσέτα, χειρόμακτρον.