ἐκριζωτής: Difference between revisions
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que arranca de raíz]], [[destructor]] οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ [[ἀνταγωνιστής]] LXX 4<i>Ma</i>.3.5. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que arranca de raíz]], [[destructor]] οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ [[ἀνταγωνιστής]] LXX 4<i>Ma</i>.3.5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐκριζωτής]])<br />αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />όργανο για την [[εκρίζωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A rooter out, destroyer, LXX 4 Ma.3.5.
German (Pape)
[Seite 778] ὁ, Auswurzler, Vertilger, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκριζωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκριζώνων, καταστροφεύς, Ἰωσήπ. Μακκ. 3, 5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
el que arranca de raíz, destructor οὐ γὰρ ἐ. τῶν παθῶν ὁ λογισμός ἐστιν, ἀλλὰ ἀνταγωνιστής LXX 4Ma.3.5.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκριζωτής)
αυτός που ξεριζώνει ή καταστρέφει κάτι
νεοελλ.
όργανο για την εκρίζωση.