ἑλικτήρ: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6_12)
(11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλικτήρ''': ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς [[πρᾶγμα]]· [[ψέλλιον]], [[ἐνώτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, [[Πολυδ]]. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.
|lstext='''ἑλικτήρ''': ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς [[πρᾶγμα]]· [[ψέλλιον]], [[ἐνώτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, [[Πολυδ]]. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑλικτήρ]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[οτιδήποτε]] ελικοειδές<br /><b>2.</b> [[βραχιόλι]] ή [[σκουλαρίκι]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑλικτήρ Medium diacritics: ἑλικτήρ Low diacritics: ελικτήρ Capitals: ΕΛΙΚΤΗΡ
Transliteration A: heliktḗr Transliteration B: heliktēr Transliteration C: eliktir Beta Code: e(likth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A anything twisted: ear-ring, Ar.Fr.320.14, Lys. 12.19, IG2.747.5.

German (Pape)

[Seite 797] ῆρος, ὁ, jeder gewundene, gedrehte Körper; βοστρύχων, krause Locken, Callistr. 8; Armbinde, Schol.; Ohrgehänge, Poll. 2, 83, wie Lys. 12, 19, χρυσοῖ; vgl. auch Ar. bei Poll. 7, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἑλικτήρ: ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς πρᾶγμα· ψέλλιον, ἐνώτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, Πολυδ. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

ἑλικτήρ, ο (Α)
1. οτιδήποτε ελικοειδές
2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι.