ἐμπλαστικός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
(big3_14) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[apto para emplastos]], [[que se utiliza en emplastos]] δυνάμεις Dsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574, φάρμακα Gal.11.636.<br /><b class="num">2</b> [[glutinoso]], [[pegajoso]] ἐδέσματα Gal.15.878, τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος Orib.14.40.6. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> medic. [[apto para emplastos]], [[que se utiliza en emplastos]] δυνάμεις Dsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574, φάρμακα Gal.11.636.<br /><b class="num">2</b> [[glutinoso]], [[pegajoso]] ἐδέσματα Gal.15.878, τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος Orib.14.40.6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐμπλαστικός]], -ή, -όν)<br />[[κατάλληλος]] ή [[χρήσιμος]] για [[επάλειψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A causing to adhere, δύναμις Dsc.1.102.
German (Pape)
[Seite 814] ή, όν, geschickt, tauglich, geeignet zum Einschmieren, Verschmieren, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλαστικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς τὸ ἐμπλάσσειν, Διοσκ. 1. 140.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic. apto para emplastos, que se utiliza en emplastos δυνάμεις Dsc.1.102, Gal.17(1).962, 11.574, φάρμακα Gal.11.636.
2 glutinoso, pegajoso ἐδέσματα Gal.15.878, τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος Orib.14.40.6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐμπλαστικός, -ή, -όν)
κατάλληλος ή χρήσιμος για επάλειψη.