ἐμφόρβιος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que amordaza]], [[que somete]] στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad</i> Nic.<i>Th</i>.629.
|dgtxt=-ον<br />[[que amordaza]], [[que somete]] στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad</i> Nic.<i>Th</i>.629.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐμφόρβιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμφόρβιον</i><br />[[τέλος]] που καταβαλλόταν για τη [[νομή]], τη [[βοσκή]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφόρβιος Medium diacritics: ἐμφόρβιος Low diacritics: εμφόρβιος Capitals: ΕΜΦΟΡΒΙΟΣ
Transliteration A: emphórbios Transliteration B: emphorbios Transliteration C: emforvios Beta Code: e)mfo/rbios

English (LSJ)

ον,

   A eating away, consuming, τινός Nic.Th.629.    II ἐμφόρβιον, τό, pasture-money, Hsch.

German (Pape)

[Seite 820] abweidend, abzehrend, Nic. Th. 629; τὸ ἐμφ., das Triftgeld, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφόρβιος: -ον, καταβιβρώσκων, καταναλίσκων, τινος Νικ. Θ. 629· ἐμφόρβιον· «τελώνημα» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
que amordaza, que somete στρομβεῖα ... ἐμφόρβια νούσου píldoras que amordazan la enfermedad Nic.Th.629.

Greek Monolingual

ἐμφόρβιος, -ον (Α)
1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον
τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή.