ἐνδεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
(big3_14)
(11)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[atar]], [[sujetar]] τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.<br /><b class="num">2</b> [[envolver]] τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.<i>Eup</i>.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.<i>Eup</i>.1.146.<br /><b class="num">3</b> [[encerrar]], [[aprisionar]] en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.<i>Dial</i>.4.6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνδεσμεύω]] (Α)<br />[[προσδένω]] σε [[κάτι]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδεσμεύω Medium diacritics: ἐνδεσμεύω Low diacritics: ενδεσμεύω Capitals: ΕΝΔΕΣΜΕΥΩ
Transliteration A: endesmeúō Transliteration B: endesmeuō Transliteration C: endesmeyo Beta Code: e)ndesmeu/w

English (LSJ)

   A bind to or in, τινὰς εἰς καταπέλτας D.S.20.71:—Pass., Dsc.Eup.1.146; τῇ Χέρσῳ D.S.3.40.

German (Pape)

[Seite 832] anbinden, D. Sic. 3, 40. 20, 71.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδεσμεύω: ἐνδέω, δένω εἴς τι, τό σκάφος... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ Διόδ. 30. 40· τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων κατετόξευεν ὁ αὐτ. 20. 71· -«ἐνδούμενοι· ἐνδεσμεύοντες» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

1 atar, sujetar τοὺς δὲ εἰς τοὺς καταπέλτας ἐνδεσμεύων ... κατετόξευσε D.S.20.71.
2 envolver τοῦτον (ἐρέβινθον) ... ὀθονίῳ Dsc.Eup.1.167.1, αὐτὸν (τὸν τάριχον) ... εἰς χάρτην Gal.14.444, en v. pas. ῥίζα ... ἐνδεσμευομένη κυτίδι Dsc.Eup.1.146.
3 encerrar, aprisionar en v. pas. ὥστε ... τὸ σκάφος ... ἐνδεσμεύεσθαι τῇ χέρσῳ D.S.3.40, εἴς τινα θηρίων ἐνδεσμεύονται σώματα Iust.Phil.Dial.4.6.

Greek Monolingual

ἐνδεσμεύω (Α)
προσδένω σε κάτι.