ένεδρος: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(No difference)
|
(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).———————— (II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.