Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ένεδρος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(12)
(No difference)

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ἔνεδρος, ο (AM)
μσν.
ο ενεδρευτής
αρχ.
αυτός που κατοικεί σ' έναν τόπο, ένοικος («αὐλάς ποίας ἔνεδρος ναίει καὶ χῶρον τίν' ἔχει», Σοφ.).———————— (II)
ἔνεδρος, -α, -ον (Α)
αυτός που αναφέρεται στην έδρα, στον πρωκτό.