ἐξανδραποδισμός: Difference between revisions
From LSJ
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[acción de reducir a esclavitud]], [[esclavización]] ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.<br /><b class="num">2</b> [[despojo]], [[saqueo]], lat. <i>depeculatio</i>, <i>Gloss</i>.2.43. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">1</b> [[acción de reducir a esclavitud]], [[esclavización]] ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.<br /><b class="num">2</b> [[despojo]], [[saqueo]], lat. <i>depeculatio</i>, <i>Gloss</i>.2.43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ανδραποδισμός]], ο (Α [[ἐξανδραποδισμός]]) [[εξανδραποδίζω]]<br />[[εξανδραπόδιση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.
German (Pape)
[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.
Greek Monolingual
και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.