ἐντρυλλίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(6_9) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντρυλλίζω''': ἢ ἐντρῡλίζω, [[ψιθυρίζω]] εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ [[δούλη]] τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341. | |lstext='''ἐντρυλλίζω''': ἢ ἐντρῡλίζω, [[ψιθυρίζω]] εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ [[δούλη]] τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐντρυλλίζω]] και ἐντρυλίζω (Α)<br />[[φωνάζω]] ή [[ψιθυρίζω]] στο [[αφτί]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἐντρῠγ-τρῡλίζω,
A whisper in one's ear, Ar.Th.341; term used in quail-baiting, Poll.9.109.
German (Pape)
[Seite 859] auch ἐντρυλίζω geschrieben, einflüstern, zuraunen, τινί τι, Ar. Th. 341.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρυλλίζω: ἢ ἐντρῡλίζω, ψιθυρίζω εἰς τὸ οὖς τινος, ἢ δούλη τινὸς προαγωγὸς οὗσ’ ἐνετρύλισεν τῷ δεσπότῃ Ἀριστοφ. Θεσμοφ. 341.
Greek Monolingual
ἐντρυλλίζω και ἐντρυλίζω (Α)
φωνάζω ή ψιθυρίζω στο αφτί κάποιου.