ἕνωμα: Difference between revisions
From LSJ
(big3_15) |
(12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />fil. [[unión concreta de todo]], [[unificación]] τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον [[εἰπεῖν]], ἕ. Dam.<i>Pr</i>.53, plu., Dam.<i>Pr</i>.69 (p.98). | |dgtxt=-ματος, τό<br />fil. [[unión concreta de todo]], [[unificación]] τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον [[εἰπεῖν]], ἕ. Dam.<i>Pr</i>.53, plu., Dam.<i>Pr</i>.69 (p.98). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἕνωμα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ένωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />πραγματική, συγκεκριμένη [[ενότητα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A concrete unity, Dam.Pr.53,107 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
fil. unión concreta de todo, unificación τὸ πάντων συναίρεμα, ἢ, δικαιότερον εἰπεῖν, ἕ. Dam.Pr.53, plu., Dam.Pr.69 (p.98).
Greek Monolingual
το (Α ἕνωμα)
νεοελλ.
ένωση
αρχ.
πραγματική, συγκεκριμένη ενότητα.