ἐξίλασις: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_8) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξίλᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐξιλάσκομαι]]) [[ἐξιλασμός]], [[ἐξιλέωσις]], Διογ. Λ. 1. 110, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 11), Ἰάμβλ. 43. 8. | |lstext='''ἐξίλᾰσις''': -εως, ἡ, ([[ἐξιλάσκομαι]]) [[ἐξιλασμός]], [[ἐξιλέωσις]], Διογ. Λ. 1. 110, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 11), Ἰάμβλ. 43. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξίλασις]], η (Α) [[εξιλάσκομαι]]<br />[[εξιλασμός]], [[εξιλέωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], εως, ἡ,
A propitiation, atonement, LXXNu.29.11, D.L. 1.110, Iamb.Myst.1.13 (pl.).
German (Pape)
[Seite 882] ἡ, die Versöhnung, D. L. 1, 110; LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξίλᾰσις: -εως, ἡ, (ἐξιλάσκομαι) ἐξιλασμός, ἐξιλέωσις, Διογ. Λ. 1. 110, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΚΘ΄, 11), Ἰάμβλ. 43. 8.
Greek Monolingual
ἐξίλασις, η (Α) εξιλάσκομαι
εξιλασμός, εξιλέωση.