ἐξελκυσμός: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_15) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ. | |lstext='''ἐξελκυσμός''': ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς [[βάθος]], Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἐξελκυσμός]])<br /><b>ιατρ.</b> [[σύνολο]] χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η [[έξοδος]] του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ώθηση [[προς]] τα έξω, [[μετακίνηση]]<br /><b>2.</b> [[μετακίνηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13. II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.
German (Pape)
[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.
Greek Monolingual
ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.