ἐξῃρημένως: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
(6_7) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27. | |lstext='''ἐξῃρημένως''': Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐξηρημένως (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> εξαιρετικά, υπερβολικά<br /><b>2.</b> τελικά, τελευταία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. του <i>εξηρημένος</i> <span style="color: red;"><</span> [[εξαιρούμαι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A transcendentally, v. ἐξαιρέω.
German (Pape)
[Seite 881] ausnahmsweise, Olympiod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῃρημένως: Ἐπίρρ., κατ’ ἐξοχήν, ἰδίως, Ἑλλάδιος παρὰ Φωτίῳ ἐν Βιβλιοθήκῃ σ. 534. 27.
Greek Monolingual
ἐξηρημένως (Α)
επίρρ.
1. εξαιρετικά, υπερβολικά
2. τελικά, τελευταία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. του εξηρημένος < εξαιρούμαι].