ἐπαποκτείνω: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπαποκτείνω''': [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]] τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23. | |lstext='''ἐπαποκτείνω''': [[ἀποκτείνω]], [[φονεύω]] τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπαποκτείνω]] και ἐπαποκτιννύω (Α)<br />[[σκοτώνω]] κάποιον [[μετά]] από κάποιον [[άλλο]] («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[αποκτείνω]] «[[σκοτώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
A kill besides, D.C.49.23:—also ἐπαπο-κτιννύω, Aristid. Or.25(43).23.
German (Pape)
[Seite 904] dabei, ἐπὶ τούτῳ, tödten, D. Cass. 49, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω τινὰ μετ’ ἄλλον, καὶ αὐτὸν ἐκεῖνον δυσανασχετοῦντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε Δίων Κ. 49. 23.
Greek Monolingual
ἐπαποκτείνω και ἐπαποκτιννύω (Α)
σκοτώνω κάποιον μετά από κάποιον άλλο («αὐτὸν ἐκεῑνον δυσανασχετοῡντα ἐπὶ τούτῳ ἐπαπέκτεινε», Δίων Κάσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αποκτείνω «σκοτώνω»].