ἔπαφρος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6_19)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπαφρος''': -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ [[οἷον]] ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν [[ἄνωθεν]] ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.
|lstext='''ἔπαφρος''': -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ [[οἷον]] ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν [[ἄνωθεν]] ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔπαφρος]], -ον (Α) [[αφρός]]<br />ο σκεπασμένος με αφρό, ο [[αφρώδης]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπαφρος Medium diacritics: ἔπαφρος Low diacritics: έπαφρος Capitals: ΕΠΑΦΡΟΣ
Transliteration A: épaphros Transliteration B: epaphros Transliteration C: epafros Beta Code: e)/pafros

English (LSJ)

ον,

   A frothy, Hp.Epid.1.26.β, Aret.SA2.1.

German (Pape)

[Seite 907] obenauf schäumend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπαφρος: -ον, ὑπ’ ἀφροῦ κεκαλυμμένος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄. 969, «ἔπαφρα· τὰ διάλευκα καὶ οἷον ἀφρώδη» Ἐρωτιαν. σ. 140· «τὰ τὸν ἀφρὸν ἄνωθεν ἐποχούμενον ἔχοντα» Γαλην.

Greek Monolingual

ἔπαφρος, -ον (Α) αφρός
ο σκεπασμένος με αφρό, ο αφρώδης.