ἐπίζευξις: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(6_8) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίζευξις''': -εως, [[ἐπίδεσις]], ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ [[ἐπανάληψις]] λέξεως, «[[ἐπίζευξις]] δὲ [[ὅταν]] τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, [[οἷον]] ῾[[Θῆβαι]] δέ, [[Θῆβαι]], [[πόλις]] ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ [[μέσης]] τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13. | |lstext='''ἐπίζευξις''': -εως, [[ἐπίδεσις]], ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ [[ἐπανάληψις]] λέξεως, «[[ἐπίζευξις]] δὲ [[ὅταν]] τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, [[οἷον]] ῾[[Θῆβαι]] δέ, [[Θῆβαι]], [[πόλις]] ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ [[μέσης]] τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίζευξις]], ή (Α) [[επιζευγνύω]]<br /><b>1.</b> [[δέσιμο]], [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> [[επανάληψη]] λέξης για [[έμφαση]] («[[Θῆβαι]] δέ, [[Θῆβαι]], [[πόλις]] [[ἀστυγείτων]], μεθ’ ἡμέραν ἐκ [[μέσης]] τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη»). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A fastening together, joining, Thphr.HP2.6.1, prob. for ἐπίδεσιςin Paul.Aeg.6.97. II. Gramm., repetition of a word, Hdn. Fig.p.99 S., Phoeb.Fig.1.3. III. addition, τοῦ τόπου A.D.Synt. 336.10, cf. Ptol. Tetr.1.
German (Pape)
[Seite 941] ἠ, Verbindung, Theophr.; bei Ael. Hdn. in Villois. Anecd. II p. 94 Wiederholung.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίζευξις: -εως, ἐπίδεσις, ἐν τῇ ἐπιζεύξει τῶν ἐπιτιθεμένων (φοινίκων) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 1. ΙΙ. παρὰ Γραμμ., ἡ ἐπανάληψις λέξεως, «ἐπίζευξις δὲ ὅταν τὰ προκείμενα ὀνόματα διαλαμβάνοντες τὴν ἐπιφορὰν ἐμφαντικωτέραν ποιησώμεθα, οἷον ῾Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείιων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη᾿ (Αἰσχίν. 72. 30)» Ἡρῳδιαν. περὶ Σχημάτ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 603, 13.
Greek Monolingual
ἐπίζευξις, ή (Α) επιζευγνύω
1. δέσιμο, σύνδεση
2. επανάληψη λέξης για έμφαση («Θῆβαι δέ, Θῆβαι, πόλις ἀστυγείτων, μεθ’ ἡμέραν ἐκ μέσης τῆς Ἑλλάδος ἀνηρπάσθη»).