επικλείω: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
(13)
(No difference)

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ἐπικλείω και αττ. τ. ἐπικλῄω (AM) κλείω
κλείνω με πώμα, σφραγίζω, βουλλώνω
αρχ.-μσν.
(για πόρτα) κλείνω ερμητικά, σφαλώ
αρχ.
1. παθ. ἐπικλείομαι
συμπτύσσομαι
2. καλύπτομαι από κάτι.———————— (II)
ἐπικλείω (Α)
1. επαινώ, εκθειάζω
2. διηγούμαι κάτι με θαυμασμό («νῆα... ἐπικλείουσιν ἀοιδοί», Απολλ. Ρόδ.)
3. καλώ, ονομάζω
4. επικαλούμαι κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλείω, επικός τ. του κλέω «εγκωμιάζω»].