ἐπιμεμφής: Difference between revisions
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(6_7) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμεμφής''': -ές, [[ἐπίμεμπτος]], [[ἄξιος]] μομφῆς, οὐδ’ αὐτή Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη ἐπιμεμφὴς Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C· οὐκ επιμεμφὲς [[δῶρον]] Ἀνθ, ΙΙ. 260. | |lstext='''ἐπιμεμφής''': -ές, [[ἐπίμεμπτος]], [[ἄξιος]] μομφῆς, οὐδ’ αὐτή Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη ἐπιμεμφὴς Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C· οὐκ επιμεμφὲς [[δῶρον]] Ἀνθ, ΙΙ. 260. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιμεμφής]], -ές (Α)<br />[[επίμεμπτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A = ἐπίμομφος 11, Nic.Fr.74.15, AP6.260 (Gem.), Sext.Sent.610.
German (Pape)
[Seite 962] ές, dasselbe; Nic. frg. 2, 15; Gemin. 2 (VI, 260).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμεμφής: -ές, ἐπίμεμπτος, ἄξιος μομφῆς, οὐδ’ αὐτή Λεύκοφρυν ἀγασσαμένη ἐπιμεμφὴς Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683C· οὐκ επιμεμφὲς δῶρον Ἀνθ, ΙΙ. 260.
Greek Monolingual
ἐπιμεμφής, -ές (Α)
επίμεμπτος.