ἔπιλλος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6_17)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔπιλλος''': -ον, ὁ [[διάστροφος]] τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπιλλος]]· [[παράστραβος]], [[ἡσυχῇ]] [[διάστροφος]]. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».
|lstext='''ἔπιλλος''': -ον, ὁ [[διάστροφος]] τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[ἔπιλλος]]· [[παράστραβος]], [[ἡσυχῇ]] [[διάστροφος]]. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἔπιλλος]], -ον (Μ)<br />[[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ιλλός]] «[[αλλήθωρος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ίλλω]] «[[γυρίζω]]»)].
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔπιλλος Medium diacritics: ἔπιλλος Low diacritics: έπιλλος Capitals: ΕΠΙΛΛΟΣ
Transliteration A: épillos Transliteration B: epillos Transliteration C: epillos Beta Code: e)/pillos

English (LSJ)

ον,

   A leering, squinting, Eust.206.29.

German (Pape)

[Seite 958] blinzelnd, schielend, Eust. Il. 643, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἔπιλλος: -ον, ὁ διάστροφος τοῖς ὄμμασιν, «ἀλλοίθωρος», Λατ. strabo, Εὐστ. 206, 29. ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἔπιλλος· παράστραβος, ἡσυχῇ διάστροφος. παρὰ τοὺς ἰλλούς, οἵ εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί».

Greek Monolingual

ἔπιλλος, -ον (Μ)
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιλλός «αλλήθωρος» (< ίλλω «γυρίζω»)].