ἐπίμυκτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
(Bailly1_2) |
(13) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />bafoué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμύζω]]. | |btext=ος, ον :<br />bafoué.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιμύζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπίμυκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιμύζω]] ή [[επιμύσσω]] «[[χλευάζω]], [[περιγελώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἐπιμύζὠ
A scoffed at, Thgn.269.
German (Pape)
[Seite 964] verhöhnt, Theogn. 269. Vgl. ἐπιμύζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίμυκτος: -ον, (ἐπιμύζω) ὁ ἐπιμυκτηριζόμενος, Θέογν. 269 (διάφ. γραφ. ἐπίμικτος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bafoué.
Étymologie: ἐπιμύζω.
Greek Monolingual
ἐπίμυκτος, -ον (Α)
αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»].