επιταράσσω: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἐπιταράσσω και αττ. τ. ἐπιταράττω (Α)
1. ταράσσω, διαταράσσω επί πλέον («αὐτὸν ἡ ὄψις τοῡ ἐνυπνίου ἐπετάρασσε», Ηρόδ.)
2. διακόπτω, σκεπάζω κάτι, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή («ἄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς», Λουκιαν.).