ἐπίτεκνος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
(6_16)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίτεκνος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, [[γόνιμος]], Ἱππ. Ἀφ. 1255.
|lstext='''ἐπίτεκνος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, [[γόνιμος]], Ἱππ. Ἀφ. 1255.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίτεκνος]], -ον (Α)<br />(για [[γυναίκα]]) αυτή που μπορεί να γεννήσει [[παιδιά]], η γόνιμη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέκνον]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτεκνος Medium diacritics: ἐπίτεκνος Low diacritics: επίτεκνος Capitals: ΕΠΙΤΕΚΝΟΣ
Transliteration A: epíteknos Transliteration B: epiteknos Transliteration C: epiteknos Beta Code: e)pi/teknos

English (LSJ)

ον,

   A capable of bearing children, fruitful, Hp.Aph.5.62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτεκνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ δυναμένη νὰ τεκνοποιήσῃ, γόνιμος, Ἱππ. Ἀφ. 1255.

Greek Monolingual

ἐπίτεκνος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που μπορεί να γεννήσει παιδιά, η γόνιμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέκνον.