ἐποικία: Difference between revisions
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
(SL_1) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[ἐποικία]] v. <br /> <b>1</b> [[ἀποικία]] (O. 1.24) | |sltr=[[ἐποικία]] v. <br /> <b>1</b> [[ἀποικία]] (O. 1.24) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐποικία]]) [[έποικος]]<br />[[εγκατάσταση]] νέων αποίκων σε [[περιοχή]] που έχει ήδη εγκατασταθεί [[αποικία]]<br /><b>μσν.</b><br />αγροτική [[κατοικία]], [[βίλα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀποικία, IG9(1).334.1 (in Locr. form ἐπιϝοικία) ; but f.l. for ἀποικία, App.BC2.135. II = ἐποίκιον 1, Gp.10.1.1(pl., s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1006] ἡ, Ansiedelung, Kolonie, Sp., wie App. B. C. 2, 135 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποικία: ἡ, πλημμελὴς γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀποικία, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 135.
English (Slater)
ἐποικία v.
1 ἀποικία (O. 1.24)
Greek Monolingual
η (AM ἐποικία) έποικος
εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία
μσν.
αγροτική κατοικία, βίλα.