ἐπισυμπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(6_13a)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
|lstext='''ἐπισυμπίπτω''': μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον [[εὐτύχημα]] τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπισυμπίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναπηδώ]] [[μαζί]] [[ξανά]]<br /><b>2.</b> [[συμβαίνω]] [[κατόπιν]] ή επί [[πλέον]] [«ἐπισυμπίπτει οὐ [[μέτριον]] [[εὐτύχημα]] τοῑς ἤδη γεγονόσιν», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυμπίπτω Medium diacritics: ἐπισυμπίπτω Low diacritics: επισυμπίπτω Capitals: ΕΠΙΣΥΜΠΙΠΤΩ
Transliteration A: episympíptō Transliteration B: episympiptō Transliteration C: episympipto Beta Code: e)pisumpi/ptw

English (LSJ)

   A collapse, decay, Ph.2.221, Anon.Lond.27.31 ; spring together again, Str.6.1.12 ; contract, of the heart in systole, Ruf.Syn.Puls.3.    II happen besides or in addition to, τοῖς γεγονόσιν J.AJ15.10.3 ; -πίπτουσαι διαστροφαί casual distortions, Ptol.Tetr.108.

German (Pape)

[Seite 987] (s. πίπτω), darauf zusammenfallen, zugleich damit verfallen, Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῖς ἤδη γεγονόσιν, συμπίπτει ἐπὶ τοῖς ἤδη γεγονόσι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 10, 3· ἀπολ., Φίλων 2. 221.

Greek Monolingual

ἐπισυμπίπτω (Α)
1. αναπηδώ μαζί ξανά
2. συμβαίνω κατόπιν ή επί πλέον [«ἐπισυμπίπτει οὐ μέτριον εὐτύχημα τοῑς ἤδη γεγονόσιν», Ιώσ.)
3. συμπίπτω.