ἕρμαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_4)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἕρμαξ''': -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ [[ἕρμα]], πρβλ. [[λίθαξ]]), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν [[ἕκαστος]] [[διαβάτης]] διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. [[Ἑρμαῖος]], Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».
|lstext='''ἕρμαξ''': -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ [[ἕρμα]], πρβλ. [[λίθαξ]]), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν [[ἄγαλμα]] τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν [[ἕκαστος]] [[διαβάτης]] διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. [[Ἑρμαῖος]], Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἕρμαξ]], ὁ (Α) [[έρμα]]<br /><b>1.</b> [[σωρός]] από πέτρες [[γύρω]] από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις [[οδούς]], σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει [[κάθε]] [[διαβάτης]] μια [[πέτρα]] στον σωρό, ο αρμακάς<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἕρμακες]]<br />ὕφαλοι πέτραι».
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμαξ Medium diacritics: ἕρμαξ Low diacritics: έρμαξ Capitals: ΕΡΜΑΞ
Transliteration A: hérmax Transliteration B: hermax Transliteration C: ermaks Beta Code: e(/rmac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ, (ἕρμα)

   A heap of stones, cairn, Nic.Th.150; λίθακές τε καὶ ἕρμακες Epic. in Arch.Pap.7.10.    II = ἕρμα 1.2, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμαξ: -ᾰκος, ἡ, (ἐκ τοῦ ἕρμα, πρβλ. λίθαξ), σωρὸς λίθων, συσσωρευόμενος περὶ τὸ παρὰ τὴν ὁδὸν ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ κατὰ παλαιὰν συνήθειαν, καθ’ ἣν ἕκαστος διαβάτης διερχόμενος ἔρριπτεν ἕνα λίθον εἰς τὸν σωρόν, Νικ. Θ.150 πρβλ. Ἑρμαῖος, Ἐρμεῖον. ΙΙ. Καθ’ Ἡσύχ. «ἕρμακες· αἱ ὕφαλοι πέτραι».

Greek Monolingual

ἕρμαξ, ὁ (Α) έρμα
1. σωρός από πέτρες γύρω από αγάλματα του Ερμή που τοποθετούσαν στις οδούς, σχηματιζόμενος εξαιτίας της παλιάς συνήθειας τών αρχαίων να ρίχνει κάθε διαβάτης μια πέτρα στον σωρό, ο αρμακάς
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἕρμακες
ὕφαλοι πέτραι».