Ἑρμαῖος

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑρμαῖος Medium diacritics: Ἑρμαῖος Low diacritics: Ερμαίος Capitals: ΕΡΜΑΙΟΣ
Transliteration A: Hermaîos Transliteration B: Hermaios Transliteration C: Ermaios Beta Code: *e(rmai=os

English (LSJ)

α, ον,
A called after Hermes, Ἑρμαῖος λόφος, in Ithaca, Od.16.471 (expl. as = ἕρμαξ by Sch. ad loc.); Ἑρμαῖος λέπας Λήμνου A.Ag.283, cf. S.Ph.1459 (anap.).
2 of Hermes, Λύρη, the constellation Lyra, Arat.674; Ἑρμαῖος, ὁ (sc. μήν), month at Argos, etc., Polyaen.8.33; in Boeotia, IG7.289, al.; in the Aetolian league, GDI1745, al.; cf. Ἑρμαιών.
3 gainful, δαιμόνων δόσις A. Eu.947.
4 fem. Ἑρμαΐς, ίδος, ἡ, κρήνη Hp.Ep.17.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne Hermès, qui provient d'Hermès ; profitable, avantageux;
2 qui porte le nom d'Hermès ou consacré à Hermès.
Étymologie: Ἑρμῆς.

Russian (Dvoretsky)

Ἑρμαῖος: [adj. к Ἑρμῆς 1]
1 Гермесов, посвященный Гермесу: Ἑ. λόφος Гермесов холм на о-ве Итаке, у горы Νήϊον Hom.;
2 Гермесов, ниспосланный Гермесом, т. е. благодетельный, дающий богатство (δαιμόνων δόσις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

Ἑρμαῖος: -α, -ον, καλούμενος ἐκ τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἑρμοῦ, Ἑρμ λόφος, ἐν Ἰθάκῃ, Ὀδ. Π. 471· Ἑρμ. λέπας Λήμνου Αἰσχύλ. Ἀγ. 283, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1459: ― ὁ Σχολ. τῆς Ὀδ. περὶ τοῦ Ἑρμαίου λόφου λέγει: «Ἑρμαῖος οὖν λόφος ἀντὶ τοῦ σημεῖον τῆς ὁδοῦ· τὰ γὰρ σημεῖα τῶν Ρωμαίων μιλίων Ἑρμαίους λόφους καλοῦσιν»· πρβλ. Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. Ἑρμαῖ 2) ἀνήκων εἰς τὸν Ἑρμῆν, ἐκ τοῦ Ἑρμοῦ, κερδαλέος, ἐπικερδής, ἑρμαίαν δαιμόνων δόσιν Αἰσχύλ. Εὐμ. 947· λύρη Ἄρατ. 674.

Greek Monotonic

Ἑρμαῖος: -α, -ον,
1. αυτός που παίρνει το όνομά του από το όνομα του Ερμή, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
2. αυτός που χαρακτηρίζει ή προέρχεται από τον Ερμή, επικερδής, προσοδοφόρος, στον ίδ.

Middle Liddell

Ἑρμαῖος, η, ον
1. called after Hermes Od., Aesch.
2. of or from Hermes, gainful, Aesch.

Greek Monolingual

ἑρμαῖος, -α, -ον (AM) Ερμής
μσν.
ωφέλιμος, χρήσιμος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Ερμή («ἑρμαῖος λόφος»)
2. αυτός που ανήκει στον Ερμή («ἑρμαίη λύρη»)
3. ονομασία μήνα στο Άργος, στη Βοιωτία και στην Αιτωλία
4. επικερδής.