ἔρσις: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_8) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔρσις''': -εως, ἡ, ([[εἴρω]]) [[πλοκή]], [[ἀνάδεσις]], «[[ἔρσις]], τὸ [[πλεξείδιον]]» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D. | |lstext='''ἔρσις''': -εως, ἡ, ([[εἴρω]]) [[πλοκή]], [[ἀνάδεσις]], «[[ἔρσις]], τὸ [[πλεξείδιον]]» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔρσις]], -εως, ἡ (Α) [[είρω]]<br /><b>1.</b> [[συναρμογή]], [[σύνδεση]], [[ανάδεση]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἔρσις]]<br />πλεξίδιον». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (εἴρω A)
A a binding, band, Suid., etc., v.l. in Th.1.6.
German (Pape)
[Seite 1035] ἡ, nach Suid. auch ἕρσις, die Verknüpfung, Verflechtung, Sp.; bei Thuc. 1, 6 wird jetzt dafür ἔνερσις gelesen.
Greek (Liddell-Scott)
ἔρσις: -εως, ἡ, (εἴρω) πλοκή, ἀνάδεσις, «ἔρσις, τὸ πλεξείδιον» Σουΐδ. κτλ., διάφ. γραφ. ἐν Θουκ. 1. 6, Θεοφύλ. Σιμοκ. σ. 152D.
Greek Monolingual
ἔρσις, -εως, ἡ (Α) είρω
1. συναρμογή, σύνδεση, ανάδεση
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἔρσις
πλεξίδιον».