ἐρωμανής: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
(6_7) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρωμανής''': -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14. | |lstext='''ἐρωμανής''': -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (AM [[ἐρωμανής]], -ές)<br />ο [[ερωτομανής]] («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ [[μειράκιον]]», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», <b>Ορφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐρωμανῶς</i><br /><b>μσν.</b><br />με [[μανία]], με σφοδρή [[επιθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από θ. <i>ερωτής</i> ονομ. του <i>έρω</i>-<i>ς</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> <span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γυναιμανής]], [[θεομανής]] <b>κ.ά.</b>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A maddened by love, διάθεσις πρὸς μειράκιον D.S.30.22, cf. Nonn.D.16.10, al. 2 exciting mad love, φίλτρα Orph.H.55.14 (ἐρωτομ- codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωμανής: -ές, ἐμμανὴς ὑπὸ ἔρωτος, Διοδώρ. Ἐκλογ. 581. 98 (κατὰ τὸν Vales, ἀντὶ ἐρωμένην). 2) ὁ διεγείρων ἐμμανῆ ἔρωτα, φίλτρα Ὀρφ. Ὕμν. 54. 14.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐρωμανής, -ές)
ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.)
αρχ.
αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.).
επίρρ...
ἐρωμανῶς
μσν.
με μανία, με σφοδρή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω-ς + -μανής < μαίνομαι (πρβλ. γυναιμανής, θεομανής κ.ά.)].