ἐρυθροκάρδιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
(6_17)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρυθροκάρδιος''': -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.
|lstext='''ἐρυθροκάρδιος''': -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρυθροκάρδιος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη [[ψίχα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>καρδιος</i> <span style="color: red;"><</span> [[καρδία]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθροκάρδιος Medium diacritics: ἐρυθροκάρδιος Low diacritics: ερυθροκάρδιος Capitals: ΕΡΥΘΡΟΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: erythrokárdios Transliteration B: erythrokardios Transliteration C: erythrokardios Beta Code: e)ruqroka/rdios

English (LSJ)

ον,

   A with red pith, Thphr.HP3.12.3.

German (Pape)

[Seite 1036] mit rothem Herzen oder Kern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθροκάρδιος: -ον, ἔχων ἐρυθρὰν καρδίαν, ἐντεριώνην, Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3.

Greek Monolingual

ἐρυθροκάρδιος, -ον (Α)
(για φυτά) αυτός που έχει κόκκινη ψίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -καρδιος < καρδία].